- λουόμενοι
- λούωlǎvopres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπρός — ή, ό (AM λεπρός, ά, όν, Α θηλ. και λεπράς, άδος) αυτός που έχει προσβληθεί από λέπρα («ἄνθρωποι λουόμενοι, λεπροὶ γίγνονται», Θεόφρ.) αρχ. 1. γεμάτος λέπια, τραχύς (α. «ἀκταὶ λεπραί», Λυκόφρ. β. «πέτρα τε τέτυκται λεπράς», Θεόκρ.) 2. το θηλ. ως… … Dictionary of Greek
μπαρακούντα — Κοινή ονομασία ειδών αρπακτικών ψαριών που ανήκουν στην οικογένεια των σφυραινίδων της τάξης των περκόμορφων οστεϊχθύων. Το μπαρακούντα μπορεί να φτάσει τα 2 μ. σε μήκος και το σώμα του είναι πολύ μακρύ και στενό. Θεωρείται ως ένα από τα πιο… … Dictionary of Greek
προμαλακτήριον — τὸ, Α (σχετικά με δημόσιο λουτρό) δωμάτιο όπου οι λουόμενοι έκαναν μαλάξεις πριν από το λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προμαλάσσω + επίθημα τήριον (πρβλ. προμυκ τήριον)] … Dictionary of Greek
ώα — (I) η / ὤα, ΝΜΑ, και όα Ν, και ᾦα ΜΑ, και ὄα και ὀά και οἴα και ὠία και ὤια Α παρυφή ενδύματος ή υφάσματος, ούγια νεοελλ. φρ. «αιδοιική ώα» ανατ. τα υπερτροφικά χείλη γυναικείου αιδοίου νεοελλ. μσν. περιθώριο σελίδας βιβλίου αρχ. 1. δέρμα… … Dictionary of Greek
αποδυτήριο — Ιδιαίτερος χώρος των λουτρών ή των γυμναστηρίων κλπ. όπου γδύνονται και ντύνονται οι λουόμενοι ή οι αθλητές, οι γυμναζόμενοι κλπ. Στα αρχαία γυμναστήρια, α. ονομαζόταν ένα δωμάτιο στη νότια διπλή στοά. Βρισκόταν πριν από το κονιστήριον, το οποίο… … Dictionary of Greek
Παρασκευά σπηλιά — Όνομασία σπηλαίου του Πειραιά, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο Μικρολίμανο και στο Πασαλιμάνι. Η ονομασία του οφείλεται στον επιχειρηματία, που είχε εγκαταστήσει εκεί μαγειρείο και οινοπωλείο στα τελευταία χρόνια και λεγόταν Παρασκευάς. Το σπήλαιο… … Dictionary of Greek